Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
τσουράπω — η, Ν μτφ. κακοφτειαγμένη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσουράπι + κατάλ. ω (πρβλ. πονήρ ω)] … Dictionary of Greek